Ο Αόριστος β΄
Κλίνεται -τόσο στην ενεργητική όσο και στη μέση μέση φωνή- χρησιμοποιώντας
για μεν την Οριστική τις καταλήξεις του Παρατατικού, για δε τις υπόλοιπες
εγκλίσεις τις καταλήξεις του Ενεστώτα, από τον οποίο ωστόσο παρουσιάζει
ορισμένες διαφοροποιήσεις στον τονισμό:
Ενεργητική
Φωνή
Α. Το απαρέμφατο και το αρσενικό της μετοχής τονίζεται στη λήγουσα και
παίρνει αντίστοιχα περισπωμένη και οξεία: π.χ. ἔλαβον=> λαβεῖν, λαβών, ἔμαθον=> μαθεῖν, μαθών. (υπενθύμιση: ο ενεστώτας των βαρυτόνων τονίζει τους τύπους αυτούς στην
παραλήγουσα, π.χ. λύω =>λύειν, λύων).
Β. Το β΄πρόσωπο της προστακτικής των ρημάτων: ἔρχομαι (εἶμι), ὁράω -ῶ,
εὑρίσκω, λαμβάνω και λέγω τονίζεται στη λήγουσα: ἐλθέ, ἰδέ,
εὑρέ, λαβέ και εἰπέ. Και αυτοί οι τύποι όμως με πρόθεση ανεβάζουν
τον τόνο, π.χ. ἐλθέ => πρόσελθε, ἰδέ => κάτιδε, λαβέ=>
παράλαβε.
Μέση φωνή
Α. Το απαρέμφατο απλών και σύνθετων ρημάτων τονίζεται πάντοτε στην
παραλήγουσα (και –φυσικά– παίρνει οξεία): γενέσθαι, προσγενέσθαι παραγενέσθαι.
Β. Το β΄πρόσωπο της προστακτικής τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα και
παίρνει περισπωμένη π.χ. γενοῦ, προσγενοῦ, παραγενοῦ.
Μόνο αν ο τύπος της προστακτικής είναι μονοσύλλαβος και η πρόθεση
δισύλλαβη, ο τόνος ανεβαίνει:
1. όσο το επιτρέπει η λήγουσα, 2. μέχρι –όμως- την τελευταία συλλαβή της
πρόθεσης: ἐδόμην (> δίδωμαι) => δοῦ
αλλά (σύνθετο)=> παράδου, ἐσχόμην (>ἔχομαι)=> σχοῦ αλλά
=> παράσχου, ἑσπόμην (>ἕπομαι) σποῦ=> ἐπίσπου.
Η
κλίση του ενεργητικού β΄ Αορίστου
Οριστική
|
Υποτακτικ.
|
Ευκτική
|
Προστακ.
|
Απρμφ.
|
Μετοχή
|
|
ἔ-βαλ-ον
ἔ-βαλ-ες
ἔ-βαλ-ε
ἐ-βάλ-ομεν
ἐ-βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον
|
βάλ-ω
βάλ-ῃς
βάλ-ῃ
βάλ-ωμεν
βάλ-ετε
βάλ-ωσι
|
βάλ-οιμι
βάλ-οις
βάλ-οι
βάλ-οιμεν
βάλ-οιτε
βάλ-οιεν
|
---
βάλ-ε
βαλ-έτω
---
βάλ-ετε
βαλ-όντων
|
βαλ-εῖν
|
βαλ-ών
βαλ-οῦσα
βαλ-όν
|
Η
κλίση του μέσου β΄ Αορίστου
Οριστική
|
Υποτακτικ.
|
Ευκτική
|
Προστακ.
|
Απρμφ.
|
Μετοχή
|
ἐ-βαλ-όμην
ἐ-βάλ-ου
ἐ-βάλ-ετο
ἐ-βαλ-όμεθα
ἐ-βάλ-εσθε
ἐ-βάλ-οντο
|
βάλ-ωμαι
βάλ-ῃ
βάλ-ηται
βαλ-ώμεθα
βάλ-ησθε
βάλ-ωνται
|
βαλ-οίμην
βάλ-οιο
βάλ-οιτο
βαλ-οίμεθα
βάλ-οισθε
βάλ-οιντο
|
--
βαλ-οῦ
βαλ-έσθω
--
βάλ-εσθε
βαλέ-σθων
|
βαλ-έσθαι
|
βαλ-όμενος
βαλ-ομένη
βαλ-όμενον
|
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
Αόριστος β΄
|
ἄγω
|
ἦγον
|
ἤγαγον
|
αἱρῶ
|
ᾕρουν
|
εἷλον
|
αἱροῦμαι
|
ᾑρούμην
|
εἱλόμην
|
αἰσθάνομαι
|
ᾐσθανόμην
|
ᾐσθόμην
|
ἁμαρτάνω
|
ἡμάρτανον
|
ἥμαρτον
|
βάλλω
|
ἔβαλλον
|
ἔβαλον
|
βάλλομαι
|
ἐβαλλόμην
|
ἐβαλόμην
|
γίγνομαι
|
ἐγιγνόμην
|
ἐγενόμην
|
εἰμί
|
ἦν
|
ἐγενόμην
|
ἕπομαι (ακολουθώ)
|
εἱπόμην
|
ἑσπόμην
|
ἐρωτῶ
|
ἠρώτων
|
ἠρόμην
|
εὑρίσκω
|
ηὕρισκον/εὕρισκον
|
ηὗρον/εὗρον
|
εὑρίσκομαι |
ηὑρισκόμην/εὑρισκόμην
|
ηὑρόμην/εὑρόμην
|
ἔχω
|
εἶχον
|
ἔσχον
|
ἔχομαι
|
εἰχόμην
|
ἐσχόμην
|
θέω(τρέχω)
|
ἔθεον
|
ἔδραμον
|
θνῄσκω
(ἀπό)
|
ἀπέθνῄσκον
|
ἀπέθανον
|
κάμνω
|
ἔκαμνον
|
ἔκαμον
|
κτείνω (ἀπό)
|
ἔκτεινον
|
ἀπέκτανον
|
λαγχάνω
|
ἐλάγχανον
|
ἔλαχον
|
λαμβάνω
|
ἐλάμβανον
|
ἔλαβον
|
λαμβάνομαι
|
ἐλαμβανόμην
|
ἐλαβόμην
|
λανθάνω
|
ἐλάνθανον
|
ἔλαθον
|
ἐπιλανθάνομαι
|
ἐπελανθανόμην
|
ἐπελαθόμην
|
λέγω
|
ἔλεγον
|
εἶπον
|
λείπω
|
ἔλειπον
|
ἔλιπον
|
λείπομαι
|
ἐλειπόμην
|
ἐλιπόμην
|
μανθάνω
|
ἐμάνθανον
|
ἔμαθον
|
ὁρά-ω, -ῶ
|
ἑώρων
|
εἶδον
|
ὁρά-ομαι, -ῶμαι
|
ἑωρώμην
|
εἰδόμην
|
πάσχω
|
ἔπασχον
|
ἔπαθον
|
πείθω
|
ἔπειθον
|
ἔπιθον
|
πείθομαι
|
ἐπειθόμην
|
ἐπιθόμην
|
πίνω
|
ἔπινον
|
ἔπιον
|
πίπτω
|
ἔπιπτον
|
ἔπεσον
|
πυνθάνομαι
|
ἐπυνθανόμην
|
ἐπυθόμην
|
τέμνω
|
ἔτεμνον
|
ἔτεμον
|
τέμνομαι
|
ἔτεμνόμην
|
ἐτεμόμην
|
τίκτω
|
ἔτικτον
|
ἔτεκον
|
τρέπομαι
|
ἐτρεπόμην
|
ἐτραπόμην
|
τρέχω
|
ἔτρεχον
|
ἔδραμον
|
ὑπισχνοῦμαι
|
ὑπισχνούμην
|
ὑπεσχόμην
|
φεύγω
|
ἔφευγον
|
ἔφυγον
|
φέρω
|
ἔφερον
|
ἤνεγκον
|
φέρομαι
|
ἐφερόμην
|
ἠνεγκόμην
|
Και ακόμη:
Ο αόριστος β’ των ρημάτων μεταβαίνω, ἀποδιδράσκω, ῥέω, γιγνώσκω, καταδύομαι κλίνεται σύμφωνα με το ἔστην (αόρ. β’ του ρ. ἵστημι), όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:
Ο αόριστος β’ των ρημάτων μεταβαίνω, ἀποδιδράσκω, ῥέω, γιγνώσκω, καταδύομαι κλίνεται σύμφωνα με το ἔστην (αόρ. β’ του ρ. ἵστημι), όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
Οριστική
|
ἔ-βη-ν
ἔ-βη-ς ἔ-βη ἔ-βη-μεν ἔ-βη-τε ἔ-βη-σαν |
ἔ-δρα-ν
ἔ-δρα-ς ἔ-δρα ἔ-δρα-μεν ἔ-δρα-τε ἔ-δρα-σαν |
ἐρρύη-ν
ἐρρύη-ς ἐρρύη ἐρρύη-μεν ἐρρύη-τε ἐρρύη-σαν |
ἔ-γνω-ν
ἔ-γνω-ς ἔ-γνω ἔ-γνω-μεν ἔ-γνω-τε ἔ-γνω-σαν |
ἔ-δυ-ν
ἔ-δυ-ς ἔ-δυ ἔ-δυ-μεν ἔ-δυ-τε ἔ-δυ-σαν |
Υποτακτ
|
βῶ
βῇς βῇ βῶμεν κτλ. |
δρῶ
δρᾷς δρᾷ δρῶμεν κτλ. |
ῥυῶ
ῥυῇς ῥυῇ ῥυῶμεν κτλ. |
γνῶ
γνῷς γνῷ γνῶμεν κτλ. |
δύ-ω
δύ-ῃς δύ-ῃ δύωμεν κτλ. |
Ευκτική
|
βαίη-ν
βαίη-ς βαίη βαῖ-μεν κτλ. |
δραίη-ν
δραίη-ς δραίη δραῖ-μεν κτλ. |
ῥυείη-ν
ῥυείη-ς ῥυείη ῥυεῖ-μεν κτλ. |
γνοίη-ν
γνοίη-ς γνοίη γνοῖ-μεν κτλ. |
|
Προστακτ
|
βῆ-θι
βή-τω βῆ-τε βάντων ή βήτωσαν |
δρᾶ-θι
δρά-τω δρᾶ-τε δράντων ή δράτωσαν |
γνῶ-θι
γνώ-τω γνῶ-τε
γνόντων
ή
γνώτωσαν |
δῦ-θι
δύ-τω δῦ-τε δύ-ντων ή δύτωσαν |
|
Απαρ.
|
βῆ-ναι
|
δρᾶ-ναι
|
ῥυῆ-ναι
|
γνῶ-ναι
|
δῦ-ναι
|
Μετοχή
|
βὰς
(βάντος) βᾶσα (βάσης) βὰν (βάντος) |
δρὰς
(δράντος) δρᾶσα (δράσης) δρὰν (δράντος) |
ῥυεὶς
(ῥυέντος) ῥυεῖσα (ῥυείσης) ῥυὲν (ῥυέντος) |
γνοὺς
(γνόντος) γνοῦσα (γνούσης) γνὸν (γνόντος) |
δὺς
(δύντος) δῦσα (δύσης) δὺν δύντος |
Άσκηση: Να συμπληρώσετε τις προτάσεις με τον κατάλληλο τύπο των ρημάτων που
δίνονται σε παρένθεση:
- Πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ……………. πρῶτον ἰχθὺν ἆρον (= σήκωσε), καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα (= ασημένιο νόμισμα). (μτχ. αορ. β’ του αναβαίνω).
- Ἐτελεύτησε δὲ γηραιός, ἔτη …………….…. ἐβδομήκοντα. (μτχ. αορ. β’ του ζῶ).
- Τὸ μειράκιον ὡς …………………. , ῥίψας τὸ ἱμάτιον, φεύγων ᾤχετο (=έφευγε τρέχοντας), οὗτοι δὲ αὐτὸν ἐπεδίωκον (= καταδίωκαν). (οριστ. αορ. β’ του γιγνώσκω = αντιλαμβάνομαι).
- Οὐκ ἂν δυναίμην θῆλυν ……………… στολήν. (απαρ. αορ. β’ του ἐνδύομαι).
- Ἀλλὰ νῦν, φεῦ τῶν κακῶν, ἀπώλετο πᾶν· ………………. γὰρ Κωνσταντινούπολις. (οριστ. αορ. β’ του ἁλίσκομαι).
- Ὁ Ἁσωπὸς ποταμὸς ……………. μέγας καὶ οὐ ῥᾳδίως διαβατὸς ἦν. (οριστ. αόρ. β’ του ῥέω).
- Σὺ δὲ καὶ τὴν Μακεδονικήν χλαμύδα καταβαλών κάνδυν (= περσικό μανδύα), ὥς φασι, ………………… (οριστ. αορ. β’ του μετενδύομαι = φοράω άλλα ρούχα, αλλάζω ρούχα).
- Πύρρων πρὸς τὰ ἐνενήκοντα ἔτη ………………. (οριστ. αόρ. β’ του καταβιῶ = τελειώνω τη ζωή μου).
- ……………….., ὦ αὗται. (προστ. αορ. β’ του ἀποδύομαι, β’ πληθ.).
- Σχολαστικὸς καθ’ ὕπνους ἧλον (= καρφί) πεπατηκέναι δόξας τὸν πόδα περιέδησεν (= περιέδεσε). Ἑταῖρος (= φίλος) δὲ αὐτοῦ πυθόμενος τὴν αἰτίαν καὶ …………· δικαίως, ἔφη, μωροὶ καλούμεθα. Διὰ τί γὰρ ἀνυπόδητος κοιμᾶσαι; (μτχ. αορ. β’ του γιγνώσκω).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου